- τέλμα
- το, ΝΜΑέλος, βάλτος, βούρκος (α. «ο κάμπος μετατράπηκε σε ένα τεράστιο τέλμα» β. «ὥσπερ περὶ τέλμα μύρμηκας ἤ βατράχους», Πλάτ.)νεοελλ.μτφ. αδιέξοδο («η κατάσταση έχει περιέλθει σε τέλμα»)αρχ.1. η ιλύς που συγκεντρώνεται στην όχθη ποταμού2. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό («μετὰ δὲ τέλματι χρεόμενοι ἀσφάλτῳ θερμῇ», Ηρόδ.)3. ο μεταξύ τών λίθων τειχώματος χώρος, τον οποίο γέμιζαν με πηλό ή λάσπη4. στον πληθ. τὰ τέλματαέκταση με χαμηλό υψόμετρο, που υφίσταται συχνά πλημμύρες («τὰ τέλματα παρὰ τὸν ποταμὸν πρῶτα ἄρχεται πίμπλασθαι», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη είναι η σύνδεση τής λ. με το σλαβ. time «έλος»].
Dictionary of Greek. 2013.